- ανανήφω
- (αόρ. ανένηψα) αμετ.1) прийти в себя, очнуться; опомниться; 2) протрезвляться; 3) перен. возвращаться на путь истины;
§ ανανήφω εκ της πλάνης — выходить из заблуждения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ανανήφω εκ της πλάνης — выходить из заблуждения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανανήφω — ανανήφω, ανένηψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ανανήφω — ανάνηψα 1. έρχομαι πάλι στα συγκαλά μου, γίνομαι ξανά νηφάλιος, συνέρχομαι: Σε λίγο θα ανανήψει από το λήθαργο. 2. ξαναγυρίζω στον ίσιο δρόμο, μετανιώνω: Ανάνηψε από την πλάνη που βρισκόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνανήφει — ἀνανήφω become sober again pres ind mp 2nd sg ἀνανήφω become sober again pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήφομεν — ἀνανήφω become sober again pres ind act 1st pl ἀνανήφω become sober again imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήφοντα — ἀνανήφω become sober again pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνανήφω become sober again pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήφοντι — ἀνανήφω become sober again pres part act masc/neut dat sg ἀνανήφω become sober again pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήφουσι — ἀνανήφω become sober again pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνανήφω become sober again pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήψαντα — ἀνανήφω become sober again aor part act neut nom/voc/acc pl ἀνανήφω become sober again aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήψατε — ἀνανήφω become sober again aor imperat act 2nd pl ἀνανήφω become sober again aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανήψῃ — ἀνανήφω become sober again aor subj mid 2nd sg ἀνανήφω become sober again aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)